ποτιστικό

ποτιστικό
το
λαχανόκηπος: Απ' το μικρό ποτιστικό μας έχουμε τα λαχανικά μας όλο το χρόνο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ποτιστικός — ή, ό, Ν [ποτίζω] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πότισμα 2. αυτός διά μέσου τού οποίου γίνεται το πότισμα («ποτιστικά εργαλεία») 3. (για λαχανικά και καρποφόρα δέντρα) αυτός που χρειάζεται πότισμα για να αναπτυχθεί («ποτιστικές ντομάτες») 4 …   Dictionary of Greek

  • Verwaltungsgliederung der Gemeinde Agrinio — Die griechische Gemeinde Agrinio gliedert sich seit der Verwaltungsreform 2010 in zehn Gemeindebezirke (die den Gemeinden bis 2010 entsprechen), diese wiederum gliedern sich in 50 Ortschaften (die mit den Gemeinden vor der Gemeindereform 1997… …   Deutsch Wikipedia

  • επάρδιον — ἐπάρδιον, το (Α) αγρός που αρδεύεται, χωράφι ποτιστικό πάπ …   Dictionary of Greek

  • ξερικός — ή, ό [ξερός] 1. (για γεωργική έκταση) αυτός που δεν αρδεύεται απευθείας από πηγαία νερά 2. (για φυτά και γεωργικά προϊόντα) αυτός που αναπτύσσεται χωρίς να ποτίζεται, που δεν χρειάζεται πότισμα, σε αντιδιαστολή με τον ποτιστικό («ξερικά φασόλια») …   Dictionary of Greek

  • κυανίου, ενώσεις — Ενώσεις, στο μόριο των οποίων υπάρχει η χαρακτηριστική ομάδα CN, όπως για παράδειγμα το υδροκυανικό ή πρωσικό οξύ (HCN) και το κυανιούχο κάλιο (KCN). Πρόκειται για αέριο ερεθιστικής οσμής, πολύ δηλητηριώδες, που καίγεται με ρόδινη φλόγα και… …   Dictionary of Greek

  • ποτιστικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πότισμα: Ποτιστικό μηχάνημα. 2. για φυτά, αυτός που ποτίζεται για ν αναπτυχθεί: Ποτιστικές πατάτες. – Ποτιστικές ντομάτες κτλ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”